Είναι προφανές ότι είναι υποκοριστικό της λέξεως Αυλών, γεν. Αυλώνος (όπως βιβλίο-βιβλιάριο). Τα υποκοριστικά είναι λέξεις προερχόμενες από άλλα ουσιαστικά και παριστάνουν εκείνο, το οποίο σημαίνει το πρωτότυπο, ως μικρό, είτε γιατί αυτό όντως είναι μικρό είτε χαϊδευτικά ή για χλευασμό ή για καταφρόνηση. Επειδή για πρώτη φορά ο όρος Αυλωνάριο απαντάται κατά τα μέσα του 15ου αιώνα, δικαιούμαστε να υποθέσουμε ότι ο υποκορισμός αυτός δήλωνε τη μείωση του πληθυσμού του ή τον περιορισμό της εμβέλειας του στη γύρω περιοχή.
Υπάρχει και το ενδεχόμενο ο όρος Αυλωνάρι να προήλθε από τον Τούρκικο Avlonar όπως αποδόθηκε ο Αυλών στην Τουρκική. Η κατάληξη ar σε περιόδους δεινής αμάθειας ίσως εξώθησε στον ελληνότροπο σχηματισμό Αυλωνάρι και εκείθεν στο ολοκληρωμένο τύπο Αυλωναρίου, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του αρχαιοπρεπούς τυπικού.
Επιστρέφομε στον όρο ο Αυλών. Ο όρος αυτός είναι περιεκτικό, δηλαδή σημαίνει τόπο, ο οποίος περιέχει πολλά από εκείνα δηλώνει το πρωτότυπο. Παράλληλοι σχηματισμοί: ελαία> ελαιών (ελαιώνας), όρνις> ορνιθών (ορνιθώνας) κτλ. Η λέξη ο Αυλών σημαίνει
- κάθε κοίλωμα μεταξύ βουνών ή υψωμάτων, κοιλάδα, χαράδρα.
- διώρυγα, αύλακα, οχετό.
Ο Ξενοφών στο έργο του Κύρου Ανάβασις, 2,3,10 γράφει: ενετύγχανον τάφροις και αυλώσιν, ως μη διαβαίνεις άνευ γεφυρών (=συναντούσαν τάφρους (σκάμματα) και αυλάκια γεμάτα νερό, ώστε να μη μπορούν να τα περνούν χωρίς γέφυρες). - πορθμό, στενό.
Ο Σοφοκλής στις Τραχίνιες, στ. 100 γράφει: πόντιοι αυλώνες = θαλάσσια στενά. Πρόκειται για ποιητική έκφραση περιγράφουσα τα μεταξύ των νήσων του Αιγαίου στενά. - υδραγωγό αυλό (αυλάκι), σωλήνα.
Ο Πλάτων στον Τιμαίο 79Α γράφει: ρειν ώσπερ αυλώνος δια του σώματος τα των φλεβών ποιεί ρεύματα. - αυλοειδή πόρο
Αριστ: οι γαρ έστι αναπνοή μυκτήρων ιδιος αλλά παρά των Αυλώνα τον περί ον γαργαρέωνα εν τω στομάτι του ουρανού.
Είναι πλέον προφανές ότι ο Αυλών μας έχει προέλθει από τις δύο πρώτες σημασίες της λέξης.
0 σχόλια
Δημοσίευση σχολίου